- ανέμπληκτος
- ἀνέμπληκτος, -ον (Α)1. ο μη εκπλησσόμενος2. επίρρ. ανεμπλήκτωςμε απάθεια, ήρεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεμπλήκτως — ἀνέμπληκτος intrepid adverbial ἀνέμπληκτος intrepid masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)